Τρίτη 17 Απριλίου 2012

"Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά"(συγγραφέας Ίρβιν Γιάλομ). Προτείνει η Χρύστα Δημαρέλου



Χρύστα Δημαρέλλου
"Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά"
του Ίρβιν Γιάλομ

Είναι το πρώτο λογοτεχνικό βιβλίο του αγαπημένου ψυχαναλυτή - συγγραφέα, ψυχοθεραπευτή Ίρβιν Γιάλομ το οποίο γράφτηκε το 1974, αλλά στην Ελλάδα μεταφράστηκε και κυκλοφόρησε το 2010.
Πρόκειται για το χρονικό μιας ψυχοθεραπείας, «ειπωμένο δυο φορές», αφού τον λόγο έχουν εξίσου και ο θεραπευτής και ο θεραπευόμενος. Κρατούν δηλαδή σε εβδομαδιαία βάση ημερολόγιο και οι δύο. Το "Κάθε μέρα λίγο πιο κοντά" είναι προϊόν του θεραπευτικού τους συμβολαίου, στο οποίο συμφώνησαν να καταγράφουν χωριστά τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά τους από κάθε συνεδρία. Το μόνο φανταστικό στοιχείο είναι το όνομα της θεραπευόμενης, αφού για λόγους ιατρικού απορρήτου ήταν απαραίτητη η απόκρυψη της ταυτότητάς της. Σ' αυτή την ανταλλαγή σημειωμάτων, που μοιάζει σχεδόν σαν επιστολικό μυθιστόρημα, παρακολουθούμε τον τριανταεννιάχρονο Γιάλομ και την εικοσάχρονη ασθενή του να αγωνίζονται για την εμπέδωση μιας σχέσης οικειότητας και εμπιστοσύνης που θα συμβάλει καίρια στην ίαση.

Η Τζίννυ Έλκιν είναι μια πολλά υποσχόμενη συγγραφέας με ψυχικά προβλήματα. Κατά καιρούς έχει χαρακτηριστεί από ψυχιάτρους "σχιζοειδική... με οριακά ψυχωτικές νοητικές διεργασίες". Έχοντας δοκιμάσει ποικίλες θεραπείες, ξεκινά τελικά ατομική ψυχοθεραπεία με τον Ίρβιν Γιάλομ στα εξωτερικά ιατρεία του Πανεπιστημίου Στάνφορντ. Αδύνατη, όχι όμορφη αλλά ελκυστική (μ’ έναν παράξενο τρόπο σε τραβούσε), πολύ έξυπνη, με ταλέντο στο γράψιμο με ανεπτυγμένη αίσθηση του κωμικού, μαζοχιστική και χωρίς «αίσθηση εαυτού», παραμελεί τις δικές της ανάγκες και απολαύσεις, δεν εκφράζει τα συναισθήματά της, το θυμό της ή τις ανάγκες της. Αυτοπεριφρονείται και απεχθάνεται τον ίδιο της τον εαυτό. Καταναλώνεται στο να κάνει τους άλλους να τη συμπαθήσουν και φυσικά με πολλά προβλήματα στις σχέσεις της με τους άντρες και στο σεξ. Η αδυναμία να εκφράσει τα συναισθήματα και τις ανάγκες της δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο. Ο φόβος της να εκφράσει θυμό, μήπως έτσι φέρει σε κίνδυνο τη σχέση της με τον Καρλ, επιφέρει ακριβώς αυτό το οποίο τρέμει: μια εκφυλισμένη ή ανάπηρη ανθρώπινη σχέση.
Η επικίνδυνη ισορροπία είναι όταν ο ψυχαναλυτής μπαίνει στο παιχνίδι παίζοντας το ρόλο του πατέρα ή του συντρόφου, όταν οι προβολές της θεραπευόμενης (που βλέπει κάπως ερωτικά τον γιατρό, ή αντίστοιχα, περιμένει ο γιατρός να τη δει σα γυναίκα) εμπλέκονται με το ρόλο του γιατρού, και σίγουρα το γεγονός της συγγραφής ημερολογίου, που μάλιστα ξέρεις ότι θα το δει το άλλο πρόσωπο (επομένως σίγουρα δεν είναι απόλυτα ειλικρινές), συγχέει ακόμα περισσότερο τα πράγματα. Ενδιαφέρον επιπρόσθετο αποκτά το βιβλίο όταν στη συνεδρία έρχεται κι ο φίλος της ο Καρλ, και μάλιστα γράφει κι αυτός ημερολόγιο.
Η εξέλιξη είναι σπειροειδής, δεν υπάρχει απτό, άμεσο τουλάχιστον «ιατρικό». Αποτέλεσμα: παρά πολύ μικρή πρόοδος με πισωγυρίσματα. Κάποια βήματα «μπρος», δηλαδή προς μια απελευθέρωση συναισθημάτων και αναγκών, που όμως δε φέρνουν θεαματικές αλλαγές. Ο μηχανισμός της ανθρώπινης άμυνας επαναφέρει γρήγορα εξ αδρανείας στο σημείο αφετηρίας.
Οι τελευταίες συνεδρίες είναι προγραμματισμένες να είναι οι τελευταίες γιατί είναι σημαντικό να υπάρχει ένα τέλος έστω και τεχνητό που να «κλείνει» την υπόθεση. Ο Γιάλομ στο ημερολόγιο αυτής της τελευταίας συνεδρίας αφήνει να διαφανεί ότι η Τζίννυ ήταν κάτι ξεχωριστό για κείνον, συγκινήθηκε και ένιωσε ότι θα του λείψει.
Δεν έχει φυσικά σημασία που η Τζίννυ με τον Καρλ χώρισαν εντέλει. Δεν είναι εύκολο να εκτιμήσει κανείς και να αξιολογήσει την ψυχική ωρίμανση. Άλλωστε, ο ίδιος ο Γιάλομ έγραφε έναν χρόνο πριν:
"Χρειάζεται να κρατηθώ με νύχια και με δόντια για να βγω από το ρόλο της προξενήτρας. Η δουλειά μου με τη Τζίννυ δεν αφορά το αν θα παντρευτούν∙ εκείνο που μετράει είναι η ποιότητα της σχέσης τους. Αν μία φορά βιώσουν βαθιά και ειλικρινή οικειότητα, θα διατηρηθεί ανάμεσά τους για πάντα, ακόμα κι αν δεν ξαναδούν ο ένας τον άλλον ποτέ. Πιστεύω, με την πίστη ενός προσήλυτου πως αυτή η συνεύρεση μπορεί να εμπλουτίσει και μελλοντικούς άγνωρους ακόμη έρωτες."
Συναντήθηκαν μετά από ενάμισι χρόνο και έγραψαν από έναν επίλογο.
Γιάλομ: «η «τέχνη» της ψυχοθεραπείας έχει για μένα διττή σημασία: «τέχνη», με την έννοια ότι η εκτέλεση της θεραπείας απαιτεί τη χρήση διαισθητικών δυνάμεων που δεν μπορούν να προκύψουν από επιστημονικές αρχές κι επίσης «τέχνη», με την έννοια ότι εγκαθιστά τη δική της αλήθεια, η οποία υπερβαίνει την αντικειμενική ανάλυση. Η αλήθεια είναι μια ομορφιά που βιώσαμε η Τζίννυ κι εγώ. Γνωρίσαμε ο ένας τον άλλον, αγγίξαμε βαθιά ο ένας τον άλλον, και μοιραστήκαμε συγκλονιστικές στιγμές που δεν τις ζουν εύκολα οι άνθρωποι.»
Πιο συγκλονιστικός όμως, απ’ όλες τις απόψεις είναι ο επίλογος της Τζίννυ:
«Το μυαλό μου νιώθει πραγματικά νωθρό, σαν να μελετούσε τον κόσμο μέσα από μια σειρά αντικατοπτρισμούς, τους οποίους προσπαθούσα ευσυνείδητα να σας περιγράψω, δρ. Γιάλομ. Τώρα, όποτε σκαλίζω τον εγκέφαλό μου για ύλη γεγονότων, εύχομαι να είχα προσπαθήσει να μιλήσω περισσότερο, ακόμα κι αν δεν ήταν όλες μου οι κουβέντες αγνές, αντί να περιμένω τη φράση που το συναίσθημά της ήταν εκατό τοις εκατό εγγυημένα.»
Μοναδικός ο Γιάλομ, σε όλα τα έργα του. «Στον κήπο του Επίκουρου: αφήνοντας πίσω τον τρόμο του θανάτου», «Η θεραπεία του Σοπενάουερ», «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», «Στο ντιβάνι» μερικά από τα βιβλία του, που με απορρόφησαν σε όλη την διάρκεια της ανάγνωσης, ή…πιο σωστά της μελέτης τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου