Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Το πέρασμα για τον Τσεσμέ (Συγγραφέας, Μαρία Χανιώτου). Προτείνει η Βιβή Τσαβαρή

Το πέρασμα για τον Τσεσμέ

Μαρία Χανιώτου

Εκδόσεις Ωκεανός

Η ιστορία ξεκινά στην Ικαρία. Την όμορφη, άγρια, άγονη και φτωχική Ικαρία στα χρόνια του μεσοπολέμου. Τότε που οι Έλληνες έψαχναν να ριζώσουν κάπου και να ξαναστήσουν τη ζωή τους μετά τον διωγμό τους από τους Τούρκους.


Σ αυτό το νησί που βρίσκεται απέναντι από τα τουρκικά παράλια, θα γνωρίσουμε την Βασιλεία. Ετυμολογικά το όνομα σημαίνει «αυτή που ανήκει στον Βασιλιά». Μόνο που η συγκεκριμένη Βασιλεία δεν ανήκει σε κανέναν, παρά μονάχα στον εαυτό της. Είναι το τρίτο από τα τέσσερα παιδιά της κυρά-Γιωργίας και του Απόστολου. Η Στέλλα και ο Παυσανίας είναι τα μεγαλύτερα αδέρφια της και η Ιουλία η μικρότερη.

Ο πατέρας τους ο κυρ-Απόστολος έχει φύγει χρόνια πριν για την Αμερική, και ρίζωσε στον ξένο τόπο αφήνοντας την μάνα να μεγαλώνει μόνη της τα τέσσερα παιδιά της όπως και όσο μπορεί με τα λιγοστά μέσα που διαθέτει και σε ένα τόπο που ότι σπέρνει τη μια μέρα το ξεριζώνει ο αέρας την επόμενη. Η Βασιλεία διαφέρει από τα άλλα παιδιά και δη από τα άλλα κορίτσια που υποτάσσονται στις ανάγκες της ζωής και της μοίρας τους. Θέλει να μάθει γράμματα, να πάει παραπέρα από την Τρίτη τάξη του δημοτικού που κι αυτό για τα κορίτσια του τόπου αλλά και της εποχής ήταν πλεονασμός. Έχει όνειρα και φιλοδοξίες, αλλά…ποιος μπορεί να τα βάλει με τη φτώχεια όταν δεν έχει την τύχη να γεννηθεί σε ακριβή γέννα όπως χαρακτηριστικά μας λέει η συγγραφέας.


Η γριά του κακοπέρατου, ένας βράχος σε σχήμα γυναίκας που ο μύθος λέει πως πέτρωσε στο μαντάτο του πνιγμού του παιδιού της, γίνεται η αγαπημένη της διέξοδος κάθε φορά που νιώθει να πνίγεται, και μαζί με την ίδια τα όνειρά της. Η αδερφή της η Στέλλα μόλις δεκατεσσάρων χρονών παντρεύεται έναν άντρα που άλλοι διάλεξαν για εκείνη και φεύγει από το σπίτι, παραδίνοντας τα σκήπτρα του σπιτιού αλλά και της ίδια μοίρας στη Βασιλεία.
Αλλά η Βασιλεία αποφασίζει να φύγει και να πάει να δουλέψει σαν υπηρέτρια σε ένα σπίτι στην Αθήνα, παρά να γίνει υπηρέτρια ενός άντρα που θα ήταν επιλογή άλλων κι όχι της καρδιάς της. Και το πράττει.

Θα ζήσει πολύ δύσκολα χρόνια κοντά στην Ανδρονίκη μια ξιπασμένη αριστοκράτισσα που με τα λεφτά της αγόρασε σύζυγο και όνομα, αλλά όχι και καρδιά. Εκεί η μικρή κοπέλα θα έρθει για άλλη μια φορά αντιμέτωπη με την αδικία και την επιβολή του ισχυρού πάνω στον αδύνατο. Εφτά χρόνια η ζωή της είναι μαύρη με μερικές γκρίζες πινελιές που τις χρωματίζει η αγάπη του θείου της που έρχεται στο σπίτι της κυράς, στην αρχή για να την βλέπει και στη συνέχεια μετά από επιμονή και υπομονή για να της προσφέρει λίγες στιγμές ελευθερίας. Σε μια από αυτές τις στιγμές η Βασιλεία θα γνωρίσει τον Σταύρο, έναν όμορφο τυχοδιώκτη μουσικό που θα την ξετρελάνει με τα μάτια του και το δοξάρι του. Θα τον ερωτευτεί παράφορα, απόλυτα, ολοκληρωτικά, και παρά τις όποιες αντιρρήσεις των θείων της θα γίνει γυναίκα του. Μόνο που ο Σταύρος δεν ανήκει σε καμία, και μετά το πρώτο πάθος την εγκαταλείπει και φεύγει αφήνοντάς την μόνη. Πάλι μόνη, να παλεύει ξανά να τα βγάλει πέρα.

Όμως αυτή τη φορά, σαν να θέλει κάποια ανώτερη δύναμη, να της προσφέρει ένα διάλειμμα από τη μιζέρια και την ανέχεια, γυρίζει από την Αμερική ο πατέρας, και η οικογένεια ξανασμίγει στην Θεσσαλονίκη εκεί που αποφασίζει ο πλούσιος πια κυρ-Απόστολος να ανοίξει δική του επιχείρηση. Εκτός από την Στέλλα την μεγάλη κόρη που έχει γίνει πολύτεκνη μητέρα και ζει μόνιμα στην Ικαρία, όλοι μαζεύονται κάτω από την ασφαλή στέγη που τους προσφέρει ο ξεχασμένος από χρόνια πατέρας.

Ακόμη και ο Σταύρος γυρίζει κοντά στην Βασιλεία για να κάνει το διάλειμμα της ακόμη πιο όμορφο. Της προσφέρει κι ένα παιδί, ένα αγοράκι, αλλά πριν το καταλάβουν και πριν το χαρούν, το χάνουν. Όμως τα νιάτα και ο έρωτας δεν μένουν στα άσχημα και η Βασιλεία ξαναγίνεται μάνα κι αυτή τη φορά αποκτά μια κόρη κι ορκίζεται πως κανένας και τίποτε δεν θα της την στερήσει. Μόνο που τα ωραία ως συνήθως κρατούν για λίγο...

1940 και ο πόλεμος που ξεσπά, διαλύει ζωές, οικογένειες, δουλειές, περιουσίες.
Κάνει ανακατατάξεις, αναθεωρήσεις, και ρίχνει τις μάσκες των δειλών και των λιπόψυχων. Ο Σταύρος ξαναφεύγει από τη ζωή της Βασιλείας, αφήνοντας της αυτή τη φορά με ένα μωρό στην αγκαλιά της, και ο πατέρας τα χάνει όλα μέσα σε μια νύχτα, όπως τόσοι άλλοι. Η Θεσσαλονίκη δεν χωράει πια την Βασιλεία. Η περηφάνια και η ανεξαρτησία της δεν της επιτρέπουν να γίνει βάρος στους γονείς της που έτσι κι αλλιώς δεν αντέχουν οικονομικά, και αποφασίζει να γυρίσει στο αγαπημένο της νησί την Ικαρία. Ο πόλεμος, ο φόβος για την επόμενη μέρα, και η πείνα που θερίζει ανθρώπους και ζωντανά, κάνουν την θαρραλέα Βασιλεία να πάρει μια μεγάλη απόφαση. Να περάσει απέναντι. Στον Τσεσμέ. Το τολμά όχι μία, αλλά τρεις φορές, και μόνο την τρίτη φορά τα καταφέρνει.

Με ένα μωρό πάντα στην αγκαλιά που μόνο το γάλα της έχει του δώσει, με συντροφιά ανθρώπους που η κοινή τους απόφαση θα τους φέρει κοντά και θα τους δέσει με δεσμούς φιλίας που είναι ανώτεροι κι από δεσμούς αίματος, η Βασιλεία θα ζήσει την φρίκη. Αυτή την φρίκη που γεννά η επιβολή των τρελών και αιμοδιψών ανθρώπων για εξουσία και επιβολή με πρόσχημα τον πόλεμο. Θα ζήσει πράγματα και καταστάσεις που δεν τα χωρά ανθρώπου νους, αλλά η θέληση να κρατηθεί στη ζωή και κυρίως να κρατήσει στη ζωή την κόρη της θα την ατσαλώσουν, θα την ωριμάσουν, ενίοτε θα την λυγίσουν, αλλά δεν θα την τσακίσουν. Θα φτάσει μέχρι τα βάθη της Ανατολής για να μείνει εκεί μέχρι την πολυπόθητη λευτεριά της πατρίδας......"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου